ασύλητος

ασύλητος
-η, -ο (AM ἀσύλητος, -ον) [συλώ]
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν συλήθηκε, που δεν λεηλατήθηκε
αρχ.
προστατευμένος, ασφαλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀσύλητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύλητος — η, ο αυτός που δε συλήθηκε, δε λεηλατήθηκε (κυρίως για πράγματα που θεωρούνται ιερά): Από τους αρχαίους τάφους ελάχιστοι βρέθηκαν ασύλητοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσύλητον — ἀσύλητος masc/fem acc sg ἀσύλητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλήτοιο — ἀσύλητος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλήτοισι — ἀσύλητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλήτοισιν — ἀσύλητος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλήτους — ἀσύλητος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλήτων — ἀσύλητος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύλητοι — ἀσύλητος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”